Lepo στα ελληνικά

Μετάφραση: lepo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόλοιπος, ξεκούραση, εκτόνωση, άνεση, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, καταπραΰνω, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα
Lepo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lepakko στα ελληνικά - ρόπαλο, τάφρος, νυχτερίδα, ΒΔΤ, ρόπαλο του, νυχτερίδας
  • lepakot στα ελληνικά - νυχτερίδα, ρόπαλο, νυχτερίδες, ρόπαλα, πονγκ, νυχτερίδων, τις νυχτερίδες
  • leppeä στα ελληνικά - χλιαρός, ήπιος, ευγενικός, ζεστός, πράος, απαλός, ήπια, ...
  • leppoisa στα ελληνικά - εύθυμος, αξιαγάπητος, καλός, κεφάτος, στενός, ανεπίσημος, φιλικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Lepo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόλοιπος, ξεκούραση, εκτόνωση, άνεση, ησυχασμός, ξεκουράζομαι, καταπραΰνω, υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα