Liikevaihto στα ελληνικά

Μετάφραση: liikevaihto, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τζίρος, κίνηση, κύκλου εργασιών, κύκλο εργασιών, κύκλος εργασιών, του κύκλου εργασιών
Liikevaihto στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • liiketoimi στα ελληνικά - διεκπεραίωση, συναλλαγή, νταραβέρι, δοσοληψία, συναλλαγής, πράξη, συναλλαγών, ...
  • liiketoiminta στα ελληνικά - επιχείρηση, δουλειές, δουλειά, υπόθεση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, ...
  • liikeyritys στα ελληνικά - ομήγυρη, εταιρία, παρέα, θίασος, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, ...
  • liikkeellelasku στα ελληνικά - επίπλευσης, επίπλευση, διατάξεις επίπλευσης, επιπλεύσεως, ισοδύναμες διατάξεις επίπλευσης
Τυχαίες λέξεις
Liikevaihto στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τζίρος, κίνηση, κύκλου εργασιών, κύκλο εργασιών, κύκλος εργασιών, του κύκλου εργασιών