Loma στα ελληνικά

Μετάφραση: loma, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, σηκός, κενό, παραιτούμαι, φεύγω, χάσμα, διάστημα, παρατάω, διακοπές, αργία, γιορτή, διακοπών, τις διακοπές
Loma στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • loki στα ελληνικά - κούτσουρο, συνδεθείτε, log, να συνδεθείτε, συνδέεστε
  • lokki στα ελληνικά - γλάρος, Seagull, γλάρο, γλάρου, Το Seagull
  • lomake στα ελληνικά - μορφή, δελτίο, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
  • lomassa στα ελληνικά - μεταξύ, διανθίζονται, που διανθίζονται, διάσπαρτα, διάσπαρτες, διασπείρεται
Τυχαίες λέξεις
Loma στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, σηκός, κενό, παραιτούμαι, φεύγω, χάσμα, διάστημα, παρατάω, διακοπές, αργία, γιορτή, διακοπών, τις διακοπές