Διακοπές στα φινλανδικά
Μετάφραση: διακοπές, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virkavapaus, loma, vapaa, juhlapäivät, vapaapäivät, vapaapäiviä, lomat, lomien
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διακοπές
διακοπές με παιδιά, διακοπές στην κωνσταντινούπολη, διακοπές στη ρώμη, διακοπές πάσχα, διακοπές 2014, διακοπές λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διακοπές στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- διακηρύσσω στα φινλανδικά - tunnustaa, myöntää, loimu, blaze, läsi, Blazen
- διακλάδωση στα φινλανδικά - haarake, haarautuma, jaottelu, haaroitus, vaikutus, sivuliike, haara, ...
- διακοπή στα φινλανδικά - katkeama, väliaika, pysähtyä, välitunti, murros, keskeytys, taittuma, ...
- διακοσμώ στα φινλανδικά - somistaa, koristaa, koristella, paljetti, pinnoitteeksi, spangle, raekuvion
Τυχαίες λέξεις
Διακοπές στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: virkavapaus, loma, vapaa, juhlapäivät, vapaapäivät, vapaapäiviä, lomat, lomien
Μεταφράσεις: virkavapaus, loma, vapaa, juhlapäivät, vapaapäivät, vapaapäiviä, lomat, lomien