Mäkäräinen στα ελληνικά

Μετάφραση: mäkäräinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσίτσα, Mäkäräinen
Mäkäräinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mäki στα ελληνικά - πλαγιά, γέρνω, πλευρά, ανηφορικός, κατηφορίζω, μεριά, λόφος, ...
  • mäkärä στα ελληνικά - μουσίτσα, σκνίπα, κουνούπι, gnat, κουνουπιών, κώνωψ
  • mälli στα ελληνικά - μασώ, στουπί, λίρα, λίρες, quid, αντιστάθμισμα, αντιστάθμιση του κόστους
  • männän työtahti στα ελληνικά - έκρηξη, έμβολο, εμβόλου, του εμβόλου, πιστόνι, εμβόλων
Τυχαίες λέξεις
Mäkäräinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσίτσα, Mäkäräinen