Murskata στα ελληνικά

Μετάφραση: murskata, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, ραντίζω, σπάζω, συντρίβω, αντεπίθεση, τρέχω, θρυμματίζω, κομματιάζω, διάλλειμα, θρυμματίζομαι, συντριβή, φλερτ, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συνθλίβετε
Murskata στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • murre στα ελληνικά - διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
  • murros στα ελληνικά - διακοπή, διάλειμμα, θραύση, διάλλειμα, αντεπίθεση, θλάση, σπάζω, ...
  • murskata malmi στα ελληνικά - κουρέλι, θρυμματισμένο, συνθλίβονται, θρυμματισμένα, συνθλιβεί, συνθλίβεται
  • murtaa στα ελληνικά - θλάση, σπάζω, θραύση, ξεσπώ, σπάσιμο, ξέσπασμα, διάλειμμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Murskata στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, ραντίζω, σπάζω, συντρίβω, αντεπίθεση, τρέχω, θρυμματίζω, κομματιάζω, διάλλειμα, θρυμματίζομαι, συντριβή, φλερτ, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συνθλίβετε