Oleellinen στα ελληνικά

Μετάφραση: oleellinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόλογος, ουσιαστικός, στερεός, ουσιαστικό, εφαρμόζεται, ισχύουν, εφαρμόζονται, ισχύει, εφαρμοστέο
Oleellinen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • olankohautus στα ελληνικά - σήκωμα των ώμων, σήκωμα, shrug, απαξιεί, απαξιωτική κίνηση
  • ole στα ελληνικά - βρίσκομαι, είμαι, υπάρχω, διανύω, δεν, όχι, μην, ...
  • oleellisesti στα ελληνικά - ουσιαστικά, κατ 'ουσίαν, ουσίαν, βασικά
  • olemassaolo στα ελληνικά - παρουσία, όν, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
Τυχαίες λέξεις
Oleellinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, ουσιαστικός, στερεός, ουσιαστικό, εφαρμόζεται, ισχύουν, εφαρμόζονται, ισχύει, εφαρμοστέο