Ουσιαστικό στα φινλανδικά

Μετάφραση: ουσιαστικό, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olennainen, nimisana, oleellinen, merkittävä, substantiivi, noun, substantiivin, substantiivia, substantiivien
Ουσιαστικό στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ουσιαστικό

ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό και δικονομικό ποινικό δίκαιο, ουσιαστικό δίκαιο, ουσιαστικό του επιτρέπω, ουσιαστικό ορισμός, ουσιαστικό λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ουσιαστικό στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ουσία στα φινλανδικά - parfyymi, tarvike, hajuvesi, ydin, olemus, aine, pääosa, ...
  • ουσιαστικά στα φινλανδικά - melkein, pohjimmiltaan, kirjaimellisesti, liki, sananmukaisesti, oleellisesti, kutakuinkin, ...
  • ουσιαστικός στα φινλανδικά - oleellinen, merkittävä, aikamoinen, olennainen, tukeva, huomattavia, merkittäviä, ...
  • ουσιώδης στα φινλανδικά - elintärkeä, perusteellinen, perustava, vireä, pakko, ensisijainen, olennainen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ουσιαστικό στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: olennainen, nimisana, oleellinen, merkittävä, substantiivi, noun, substantiivin, substantiivia, substantiivien