Perustella στα ελληνικά
Μετάφραση: perustella, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιολογώ, δικαιώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Μεταφράσεις
- perusteellinen στα ελληνικά - βαθύς, θεμελιώδης, πλήρης, βαθυστόχαστος, καρδινάλιος, εξονυχιστικός, περιεκτικός, ...
- perusteellisesti στα ελληνικά - πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς
- perusteltu στα ελληνικά - γερός, φωνή, ήχος, λογικός, δικαιολογείται, δικαιολογημένη, δικαιολογημένες, ...
- perustelu στα ελληνικά - λογομαχία, δικαιολογία, δήλωση, τεκμηρίωση, αιτιολογία, διαφωνία, επιχείρημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Perustella στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, δικαιώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, δικαιώνω, παρακινώ, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν