Pidättää στα ελληνικά
Μετάφραση: pidättää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβραδύνω, περιορίζω, διατηρώ, γιακάς, κρατώ, συλλαμβάνω, λουρί, εφεδρεία, κατακρατώ, παρακαταθήκη, εφεδρικός, πρόκα, κολάρο, διατείνομαι, αμπάρι, παρακρατώ, απόθεμα, αποθεματικό, αποθεματικού, αποθεματικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pidättäminen στα ελληνικά - παρακράτηση, κράτηση, κράτησης, την κράτηση, απαγόρευσης απόπλου, απαγόρευση απόπλου
- pidättäytyä στα ελληνικά - απέχω, να απέχουν από, να απόσχουν από, να μην, να μη, να απέχει από
- pidätys στα ελληνικά - φόβος, κολάρο, αμπάρι, κράτηση, συλλαμβάνω, λουρί, κηδεμονία, ...
- pidätysmääräys στα ελληνικά - ένταλμα, ένταλμα Σύλληψης, ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ, ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ, εντάλματος σύλληψης, ένταλμα συλλήψεως
Τυχαίες λέξεις
Pidättää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβραδύνω, περιορίζω, διατηρώ, γιακάς, κρατώ, συλλαμβάνω, λουρί, εφεδρεία, κατακρατώ, παρακαταθήκη, εφεδρικός, πρόκα, κολάρο, διατείνομαι, αμπάρι, παρακρατώ, απόθεμα, αποθεματικό, αποθεματικού, αποθεματικών
Μεταφράσεις: επιβραδύνω, περιορίζω, διατηρώ, γιακάς, κρατώ, συλλαμβάνω, λουρί, εφεδρεία, κατακρατώ, παρακαταθήκη, εφεδρικός, πρόκα, κολάρο, διατείνομαι, αμπάρι, παρακρατώ, απόθεμα, αποθεματικό, αποθεματικού, αποθεματικών