Pylväikkö στα ελληνικά
Μετάφραση: pylväikkö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αψίδωση, κιονοστοιχία, στοά, κιονοστοιχίας, περιστύλιο, περιστυλίου
Μεταφράσεις
- pylpyrä στα ελληνικά - τροχός, ρόδα, τροχαλία, τροχαλίας, έλξεως, καρύλιο, sheave
- pylväistö στα ελληνικά - αψίδωση, κιονοστοιχία, στοά, κιονοστοιχίας, περιστύλιο, περιστυλίου
- pylväs στα ελληνικά - στυλοβάτης, στήλη, πάσσαλος, παλούκι, κολόνα, πύργος, στύλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Pylväikkö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αψίδωση, κιονοστοιχία, στοά, κιονοστοιχίας, περιστύλιο, περιστυλίου
Μεταφράσεις: αψίδωση, κιονοστοιχία, στοά, κιονοστοιχίας, περιστύλιο, περιστυλίου