Pysähtyä στα ελληνικά

Μετάφραση: pysähtyä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτω, διακοπή, σταματώ, παύση, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Pysähtyä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pysähtymistila στα ελληνικά - σταματώ, Διακοπή λειτουργίας, Διακοπή, Διακοπή λειτουργίας του, στασιμότητα, απώλειας στήριξης
  • pysähtymätön στα ελληνικά - διαρκής, μετακίνηση, κινείται, κινούνται, διακινούνται, που διακινούνται
  • pysäkki στα ελληνικά - σταματώ, παγώνω, καταψύχω, κρουσταλλιάζω, σταθμός, στάση, σταματήσει, ...
  • pysäköidä στα ελληνικά - πάρκο, πάρκου, χώρος στάθμευσης, Παρκ, χώρο στάθμευσης
Τυχαίες λέξεις
Pysähtyä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτω, διακοπή, σταματώ, παύση, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει