Διακοπή στα φινλανδικά

Μετάφραση: διακοπή, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katkeama, väliaika, pysähtyä, välitunti, murros, keskeytys, taittuma, katko, tauko, seisahtua, välirikko, keskeytyksettä, keskeytyksen, keskeytymisen, keskeytystä
Διακοπή στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακοπή

διακοπή νερού, διακοπή καπνίσματος, διακοπή δικαστηρίων λόγω εκλογών, διακοπή θηλασμού, διακοπή περιόδου, διακοπή λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διακοπή στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • διακλάδωση στα φινλανδικά - haarake, haarautuma, jaottelu, haaroitus, vaikutus, sivuliike, haara, ...
  • διακοπές στα φινλανδικά - virkavapaus, loma, vapaa, juhlapäivät, vapaapäivät, vapaapäiviä, lomat, ...
  • διακοσμώ στα φινλανδικά - somistaa, koristaa, koristella, paljetti, pinnoitteeksi, spangle, raekuvion
  • διακρίσεις στα φινλανδικά - erottelu, eronteko, syrjintä, syrjinnän, syrjintää, syrjintään, syrjinnästä
Τυχαίες λέξεις
Διακοπή στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: katkeama, väliaika, pysähtyä, välitunti, murros, keskeytys, taittuma, katko, tauko, seisahtua, välirikko, keskeytyksettä, keskeytyksen, keskeytymisen, keskeytystä