Sälyttää στα ελληνικά
Μετάφραση: sälyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαλίκι, τράπουλα, κατακλύζω, φορτώνω, συσκευάζω, πακέτο, φορτίο, βάρος, ξυλεία, ξυλείας, Ξύλο, Lumber, την ξυλεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- avustusmääräraha στα ελληνικά - επιχορήγηση, επίδομα, χορήγησης της επιδότησης, πίστωση μη επιστρεπτέων ενισχύσεων, της χορήγησης των επιδοτήσεων, χρηματοδότηση η οποία χορηγείται, κονδύλια μη επιστρεπτέων ενισχύσεων
- korroosio στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
- muka στα ελληνικά - φερόμενος, δήθεν, τάχα, υποτίθεται, υποτίθεται ότι, υποθετικά
- pusikko στα ελληνικά - βουρτσίζω, σκούπα, πινέλο, ρουμάνι, βούρτσα, λόχμη, άλσος, ...
Τυχαίες λέξεις
Sälyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαλίκι, τράπουλα, κατακλύζω, φορτώνω, συσκευάζω, πακέτο, φορτίο, βάρος, ξυλεία, ξυλείας, Ξύλο, Lumber, την ξυλεία
Μεταφράσεις: ζαλίκι, τράπουλα, κατακλύζω, φορτώνω, συσκευάζω, πακέτο, φορτίο, βάρος, ξυλεία, ξυλείας, Ξύλο, Lumber, την ξυλεία