Φορτώνω στα φινλανδικά

Μετάφραση: φορτώνω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rasitus, lasti, sälyttää, taakka, kuorma, kuormitus, kuorman, kuormituksen, kuormaa
Φορτώνω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φορτώνω

χρόνια φορτώνω, φορτώνω slang, συνωνυμα φορτώνω, φορτώνω συνώνυμα, φορτώνω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, φορτώνω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • φορτηγό στα φινλανδικά - kippiauto, kuorma-auto, kuormuri, rekka, vastapainotrukit, trukki
  • φορτικός στα φινλανδικά - vetoava, hellittämätön, itsepintainen
  • φορώ στα φινλανδικά - vaatetus, sonnustautua, vaatteet, kaivertaa, kantaa, hajota, käyttö, ...
  • φουγάρο στα φινλανδικά - suppilo, hormi, savupiippu, smokestack, piippu, savupiipputeollisuus
Τυχαίες λέξεις
Φορτώνω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: rasitus, lasti, sälyttää, taakka, kuorma, kuormitus, kuorman, kuormituksen, kuormaa