Sola στα ελληνικά
Μετάφραση: sola, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαγκάδι, λερώνω, λαγκάδα, μαγαρίζω, κηλιδώνω, φαράγγι, βεβηλώνω, ρεματιά, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- epälukuinen στα ελληνικά - άπειρος, αναρίθμητα, αναρίθμητες, αμέτρητα, αμέτρητες, αναρίθμητων
- erottua στα ελληνικά - υπερακοντίζω, ξεπερνώ, περνώ, διαπρέπω, ξεχωριστός, χωριστός, ξεχωριστό, ...
- laukaista στα ελληνικά - ανακουφίζω, σκανδάλη, ξαλαφρώνω, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
- myllynkivi στα ελληνικά - ακόνι, μυλόπετρα, μυλόπετρας, millstone, θηλιά, μυλόλιθος
Τυχαίες λέξεις
Sola στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαγκάδι, λερώνω, λαγκάδα, μαγαρίζω, κηλιδώνω, φαράγγι, βεβηλώνω, ρεματιά, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει
Μεταφράσεις: λαγκάδι, λερώνω, λαγκάδα, μαγαρίζω, κηλιδώνω, φαράγγι, βεβηλώνω, ρεματιά, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, να περάσει