Talouselämä στα ελληνικά

Μετάφραση: talouselämä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιομηχανία, η οικονομία, την οικονομία, της οικονομίας, η οικονομία της, οικονομία
Talouselämä στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lausuma στα ελληνικά - κατάθεση, γνωμικό, παροιμία, ρήση, εξαγγελία, ανακοίνωση, δήλωση, ...
  • muhia στα ελληνικά - στιφάδο, μάγειρας, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
  • paljastus στα ελληνικά - αποκάλυψη, Αποκάλυψης, την αποκάλυψη, αποκαλύψεως, η αποκάλυψη
  • parantaa στα ελληνικά - μεταρρυθμίζω, γιατρεύω, μεταχειρίζομαι, αυξάνω, στιλβώνω, παστώνω, τροποποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Talouselämä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιομηχανία, η οικονομία, την οικονομία, της οικονομίας, η οικονομία της, οικονομία