Vääjäämätön στα ελληνικά

Μετάφραση: vääjäämätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκής, αναπόφευκτος, επίμονος, αδυσώπητος, αμείλικτος, αδυσώπητη, αμείλικτη, αμείλικτης
Vääjäämätön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • karikatyyri στα ελληνικά - σκίτσο, γελοιογραφία, καρικατούρα, γελοιογραφίας, καρικατούρας, παρωδία
  • kaupunki στα ελληνικά - πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
  • laji στα ελληνικά - ευγενικός, τεντώνω, καλός, κάνω, ξεδιαλέγω, στραμπουλίζω, είδος, ...
  • persoonallisuus στα ελληνικά - προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα
Τυχαίες λέξεις
Vääjäämätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκής, αναπόφευκτος, επίμονος, αδυσώπητος, αμείλικτος, αδυσώπητη, αμείλικτη, αμείλικτης