Välittämätön στα ελληνικά

Μετάφραση: välittämätön, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απερίσκεπτος, απρόσεκτος, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, ασχέτως
Välittämätön στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aistikkuus στα ελληνικά - κομψότητα, κομψότητας, την κομψότητα, φινέτσα, καλαισθησία
  • ilmetty στα ελληνικά - τακτικός, ομαλός, φτύσιμο, το φτύσιμο, φτύνει, φτύνοντας, spitting
  • nudismi στα ελληνικά - γυμνισμός, γυμνισμό, ο γυμνισμός, γυμνισμού, γυμνιστές
  • pienennys στα ελληνικά - αναγωγή, μείωση, περιστολή, Η μείωση, Η αναγωγή, τη μείωση της
Τυχαίες λέξεις
Välittämätön στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απερίσκεπτος, απρόσεκτος, ανεξάρτητα, ανεξαρτήτως, ανεξάρτητα από, ασχέτως