Välke στα ελληνικά
Μετάφραση: välke, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφρώδης, γυαλίζω, αστραφτερός, σφαλερίτη
Μεταφράσεις
- irtisanominen στα ελληνικά - ακύρωση, άφεση, αποπομπή, εκκρίνω, εκπυρσοκρότηση, εκροή, απολύω, ...
- iskeä στα ελληνικά - σπρώχνω, κάλτσα, ώθηση, μαχαιρώνω, χτυπώ, επισκέπτομαι, επίσκεψη, ...
- keinottelu στα ελληνικά - μαντεύω, κερδοσκοπία, εικασία, κερδοσκοπίας, η κερδοσκοπία, την κερδοσκοπία, εικασίες
- näkökulma στα ελληνικά - άποψη, προοπτική, συμπεριφορά, στάση, γωνία, απόψεως, πλευράς, ...
Τυχαίες λέξεις
Välke στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφρώδης, γυαλίζω, αστραφτερός, σφαλερίτη
Μεταφράσεις: αφρώδης, γυαλίζω, αστραφτερός, σφαλερίτη