Väsyttää στα ελληνικά

Μετάφραση: väsyttää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κούραση, τσιγάρο, αδελφή, κόπος, κόπωση, εξάτμιση, εξαντλώ, κουράζω, πούστης, fag, της FAG, ομοφυλόφιλος, δούλος
Väsyttää στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • haavoittuvuus στα ελληνικά - ευαισθησία, τρωτό, ευπάθειας, θέμα ευπάθειας, Ένα θέμα ευπάθειας, ευπάθεια
  • ihmisystävällinen στα ελληνικά - φιλάνθρωπος, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
  • metalli στα ελληνικά - μέταλλο, μετάλλου, μετάλλων, μεταλλικό, μεταλλικά
  • opinnäytetyö στα ελληνικά - διατριβή, πραγματεία, Εργασία, θέση, Thesis, διατριβής
Τυχαίες λέξεις
Väsyttää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κούραση, τσιγάρο, αδελφή, κόπος, κόπωση, εξάτμιση, εξαντλώ, κουράζω, πούστης, fag, της FAG, ομοφυλόφιλος, δούλος