Κουράζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: κουράζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päällyskumi, rengas, uuvuttaa, väsyä, väsyttää, tucker, parfyymit, ja parfyymit, Tuckerin
Κουράζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουράζω

κουράζω παρατατικος, κουράζω συνώνυμα, κουράζω αγγλικα, κουράζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κουράζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κουπί στα φινλανδικά - airo, soutaa, lapa, meloa, mela, paddle, polkuvene
  • κουπόνι στα φινλανδικά - muisto, muistutus, erityispiirre, piirre, rahake, merkki, kuponki, ...
  • κουρέας στα φινλανδικά - parturoida, parturi, Barber, Kampaamo
  • κουρέλι στα φινλανδικά - repale, nälviä, ryysy, murskata malmi, kova rakennuskivi, riepu, lumppu, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουράζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: päällyskumi, rengas, uuvuttaa, väsyä, väsyttää, tucker, parfyymit, ja parfyymit, Tuckerin