Κόπωση στα φινλανδικά

Μετάφραση: κόπωση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uupumus, uuvuttaa, väsymys, väsyttää, väsyä, väsymystä, väsymyksen, uupumusta, weariness
Κόπωση στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόπωση

κόπωση συμπτώματα, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και δέκατα, κόπωση υλικών, κόπωση και υπνηλία, κόπωση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κόπωση στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κόπος στα φινλανδικά - riehua, vaivata, vaiva, kiusa, haitta, huolehtia, aherrus, ...
  • κόπρανα στα φινλανδικά - kakka, tunkio, jakkara, Baarijakkara, ulosteesta, uloste, ulosteet
  • κόρα στα φινλανδικά - hävyttömyys, rupi, kamara, hanki, julkeus, kuori, crust, ...
  • κόρη στα φινλανδικά - tytär, tyttärensä, tyttären, tyttäresi, tyttäreni
Τυχαίες λέξεις
Κόπωση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: uupumus, uuvuttaa, väsymys, väsyttää, väsyä, väsymystä, väsymyksen, uupumusta, weariness