Vaikutusvaltainen στα ελληνικά

Μετάφραση: vaikutusvaltainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρός, σπουδαίος, επιβλητικός, έγκυρος, δυνατός, σημαντικός, δυναμικός, με επιρροή, επιρροή, σημαίνοντες, σημαντικούς, επιρροής
Vaikutusvaltainen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elämänkutsumus στα ελληνικά - κλίση, λειτούργημα, αποστολή, προσανατολισμό, επάγγελμα
  • hermo στα ελληνικά - νεύρο, νεύρου, νεύρων, νευρικών, νευρικά
  • kone στα ελληνικά - μηχάνημα, μηχανή, μηχανής, μηχανήματος, πλυντήριο
  • nöyrä στα ελληνικά - πειθήνιος, υπάκουος, άτολμος, ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ...
Τυχαίες λέξεις
Vaikutusvaltainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρός, σπουδαίος, επιβλητικός, έγκυρος, δυνατός, σημαντικός, δυναμικός, με επιρροή, επιρροή, σημαίνοντες, σημαντικούς, επιρροής