Vangitseva στα ελληνικά

Μετάφραση: vangitseva, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεαματικός, γοητευτικός, εντυπωσιακός, έκπαγλος, μαγευτική, σαγηνευτική, μαγευτικό, συναρπαστική, σαγηνευτικό
Vangitseva στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hapan στα ελληνικά - οξύς, οξύ, ξινός, ξινή, ξινό, ξινά, κρέμα, ...
  • kaatuminen στα ελληνικά - αναποδογυρίζω, αναστατώνω, χύνω, κίνηση, ταραγμένος, μπατάρω, τζίρος, ...
  • partaterä στα ελληνικά - ξυράφι, ξυραφάκι, λεπίδας ξυραφιού, ξυριστικής λεπίδας, ξυριστική λεπίδα, λεπίδα ξυραφιού
  • puhtauden valvonta στα ελληνικά - τον έλεγχο της καθαρότητας, έλεγχο της καθαρότητας, έλεγχο της καθαρότητας του
Τυχαίες λέξεις
Vangitseva στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεαματικός, γοητευτικός, εντυπωσιακός, έκπαγλος, μαγευτική, σαγηνευτική, μαγευτικό, συναρπαστική, σαγηνευτικό