Vanhentunut στα ελληνικά
Μετάφραση: vanhentunut, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένο, ξεπερασμένες, παρωχημένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jääräpäinen στα ελληνικά - ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, ξεροκέφαλη
- lihas στα ελληνικά - μυς, μυών, μυός, μυ, μυϊκή
- ommel στα ελληνικά - ραφή, βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφής
- pähkinä στα ελληνικά - παξιμάδι, καρύδι, περικόχλιο, περικοχλίου, παξιμαδιού
Τυχαίες λέξεις
Vanhentunut στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένο, ξεπερασμένες, παρωχημένες
Μεταφράσεις: πεπαλαιωμένος, απαρχαιωμένος, ξεπερασμένος, ξεπερασμένη, ξεπερασμένο, ξεπερασμένες, παρωχημένες