Atom στα ελληνικά
Μετάφραση: atom, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atmospherically στα ελληνικά - ατμοσφαιρικά, ατμοσφαιρικώς, ατμοσφαιρική πίεση, υπό ατμοσφαιρική πίεση, υπό ατμοσφαιρική
- atomic στα ελληνικά - ατομικός
- atomically στα ελληνικά - ατομικά, ατομικώς
Τυχαίες λέξεις
Atom στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
Μεταφράσεις: άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων