Bound στα ελληνικά
Μετάφραση: bound, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bouncy στα ελληνικά - ανάλαφρο, φουσκωτά, ταραχώδης, φουσκωτό
- boundary στα ελληνικά - όριο, σύνορο, όρια, ορίου, ορίων
- bounded στα ελληνικά - οριοθετείται, οριοθετούνται, που οριοθετείται, που οριοθετούνται, περιορίζεται
Τυχαίες λέξεις
Bound στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου
Μεταφράσεις: δεμένος, όριο, δεσμευμένο, δεσμευμένου, δεσμευμένη, συνδεδεμένου