Derive στα ελληνικά

Μετάφραση: derive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προέρχομαι, αντλώ, παράγομαι, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται
Derive στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aficionado στα ελληνικά - οπαδός
  • barbers στα ελληνικά - κουρείς, κουρείων, Κουρεία Κομμωτήρια Κουρεία, Κουρεία Κομμωτήρια Κουρεία σε, οι κουρείς
  • bobbie στα ελληνικά - Bobbie
  • camera-ready στα ελληνικά - έτοιμα για, έτοιμες για φωτογραφική
Τυχαίες λέξεις
Derive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προέρχομαι, αντλώ, παράγομαι, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται