Diffident στα ελληνικά
Μετάφραση: diffident, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διστακτικός, άτολμος, δειλά, άτολμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affiliate στα ελληνικά - προσκτώμαι, προσχωρώ
- beguilement στα ελληνικά - απάτη, δόλος, πλάνης, εξαπάτησης
Τυχαίες λέξεις
Diffident στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διστακτικός, άτολμος, δειλά, άτολμα
Μεταφράσεις: διστακτικός, άτολμος, δειλά, άτολμα