Disrupt στα ελληνικά
Μετάφραση: disrupt, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστρέφω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- appeasing στα ελληνικά - κατευνασμού, πραϋντική, καθησυχαστική, κατευναστικές, κατευνασμό
- appoints στα ελληνικά - διορίζει, Διορισμός, διορίζει τον, διορίσουν
- cabby στα ελληνικά - ταξιτζής, αμαξάς, ταξιτζή, σωφέρ
- cashless στα ελληνικά - χωρίς μετρητά, χωρίς τη χρήση μετρητών, εγχρήματες, μη εγχρήματες
Τυχαίες λέξεις
Disrupt στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστρέφω
Μεταφράσεις: καταστρέφω