Endemic στα ελληνικά

Μετάφραση: endemic, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδημικός
Endemic στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alienating στα ελληνικά - αλλοτριωμένες, αποξενώνοντας, αλλοτριωτική, αποξενωτικά, αλλοτριωτικές
  • backhoe-loader στα ελληνικά - εκσκαφείς, τσάπα, τσάπας
Τυχαίες λέξεις
Endemic στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδημικός