Few στα ελληνικά
Μετάφραση: few, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίγοι, λίγα, λιγοστός, λίγες
Μεταφράσεις
- abutting στα ελληνικά - εφαπτόμενα, εφαπτόμενες, εφάπτεται, εφαπτόμενη, ακουμπά
- alphanumerical στα ελληνικά - αλφαριθμητικές, αλφαριθμητικών, αλφαριθμητικό, αλφαριθμητικού, αλφαριθμητικούς
- aviculture στα ελληνικά - πτηνοτροφία, πτηνοτροφίας, πτηνοτροφικών, πτηνοτρόφους, πτηνοτροφικό κλάδο
- ceaselessly στα ελληνικά - αδιάκοπα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, αδιαλείπτως, αδιάλειπτα
Τυχαίες λέξεις
Few στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίγοι, λίγα, λιγοστός, λίγες
Μεταφράσεις: λίγοι, λίγα, λιγοστός, λίγες