Ground στα ελληνικά

Μετάφραση: ground, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαράσσω, γη, έδαφος
Ground στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bare στα ελληνικά - γυμνός, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού
Τυχαίες λέξεις
Ground στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαράσσω, γη, έδαφος