Impact στα ελληνικά
Μετάφραση: impact, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύγκρουση, κρούση, επίδραση, ορμή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Μεταφράσεις
- amounts στα ελληνικά - ποσά, τα ποσά, ποσότητες, ποσών, ποσά που
- avionics στα ελληνικά - ηλεκτρονικά συστήματα, αεροηλεκτρονικών, αεροηλεκτρονικά, αεροηλεκτρονικών προϊόντων, αεροηλεκτρονικού
Τυχαίες λέξεις
Impact στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύγκρουση, κρούση, επίδραση, ορμή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο
Μεταφράσεις: σύγκρουση, κρούση, επίδραση, ορμή, αντίκτυπος, επίπτωση, επιπτώσεις, επιπτώσεων, αντίκτυπο