Induction στα ελληνικά

Μετάφραση: induction, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαγωγή, εισαγωγή
Induction στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afflicting στα ελληνικά - πλήττει, ταλάνισαν, που πλήττει, που πλήττουν, που πλήττει τις
  • agree στα ελληνικά - συμφωνώ
  • angrily στα ελληνικά - θυμωμένα, οργισμένα, θυμό, οργή, θυμωμένος
  • champs στα ελληνικά - Ηλύσια, Champs, πρωταθλητές, Ηλυσίων, των Ηλυσίων
Τυχαίες λέξεις
Induction στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαγωγή, εισαγωγή