Injunction στα ελληνικά
Μετάφραση: injunction, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντολή, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assessment στα ελληνικά - εκτίμηση
- binomially στα ελληνικά - διωνυμικά, διωνυμική
Τυχαίες λέξεις
Injunction στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντολή, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως
Μεταφράσεις: εντολή, διαταγή, ασφαλιστικών μέτρων, διαταγής, παραλείψεως