Obstinate στα ελληνικά

Μετάφραση: obstinate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, επίμονη, πεισματική, πεισματικά
Obstinate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • additional στα ελληνικά - πρόσθετος, επιπρόσθετος
  • aggregative στα ελληνικά - συσσωματωτική, συσσωματικά, συσσωματικές, συσσωματωμένες, συσσωματωμένα
  • barricaded στα ελληνικά - κλείστηκαν, οχυρωμένοι, έστησαν οδοφράγματα, οχυρωμένος, οδοφράγματα
Τυχαίες λέξεις
Obstinate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεισμωμένος, επίμονη, πεισματική, πεισματικά