Old στα ελληνικά

Μετάφραση: old, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, γέρος, παλαιός
Old στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adrift στα ελληνικά - ερμαίος, ανεμοδαρμένος, παραπαίει, ακαθοδήγητα, κλυδωνίζεται
  • affectedly στα ελληνικά - με επιτήδευσιν
Τυχαίες λέξεις
Old στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, γέρος, παλαιός