Possessions στα ελληνικά
Μετάφραση: possessions, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμαλφή, περιουσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abhorrer στα ελληνικά - μισητής
- adverb στα ελληνικά - επίρρημα
- affectedly στα ελληνικά - με επιτήδευσιν
- bandolier στα ελληνικά - τελαμώνα, ταινία με θύλακες
Τυχαίες λέξεις
Possessions στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμαλφή, περιουσία
Μεταφράσεις: τιμαλφή, περιουσία