Prevail στα ελληνικά

Μετάφραση: prevail, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικρατώ, υπερισχύω, επικρατήσει, επικρατήσουν, υπερισχύουν, υπερισχύει, επικρατούν
Prevail στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abrade στα ελληνικά - τρίβω, λειαίνω
  • answering στα ελληνικά - τηλεφωνητή, τηλεφωνητής, απάντησης, απάντηση, απαντήσεως
  • bulging στα ελληνικά - διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
  • carrion στα ελληνικά - ψοφίμι
Τυχαίες λέξεις
Prevail στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικρατώ, υπερισχύω, επικρατήσει, επικρατήσουν, υπερισχύουν, υπερισχύει, επικρατούν