Remunerate στα ελληνικά
Μετάφραση: remunerate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πληρώνω, αμείβω, αποζημιώνω, αμείβει, αμείβουν, αμοιβή, την αμοιβή, αμοιβή των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beg στα ελληνικά - ικετεύω, παρακαλώ, ζητιανεύω, Beg, επαιτούν, ικετεύστε
- biophysicist στα ελληνικά - βιοφυσικός, βιοφυσικό, βιοφυσικούς, η βιοφυσικός, ο βιοφυσικός
- bunch στα ελληνικά - μάτσο, τσαμπί, δέσμη, σωρό, μπουκέτο
Τυχαίες λέξεις
Remunerate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πληρώνω, αμείβω, αποζημιώνω, αμείβει, αμείβουν, αμοιβή, την αμοιβή, αμοιβή των
Μεταφράσεις: πληρώνω, αμείβω, αποζημιώνω, αμείβει, αμείβουν, αμοιβή, την αμοιβή, αμοιβή των