Reprieve στα ελληνικά
Μετάφραση: reprieve, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναστολή, αναστολή καταδίκης, χάριτος, ανάπαυλα, περίοδο χάριτος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acted στα ελληνικά - ενήργησε, ενήργησαν, ενεργήσει, αποφασίσει, ενεργούσε
- admittance στα ελληνικά - είσοδος, αποδοχή, είσοδο, την αποδοχή, παραδοχή
- alexandrite στα ελληνικά - αλεξανδρίτης, αλεξανδρίτη, Alexandrite, αλεξανδρίτη που
Τυχαίες λέξεις
Reprieve στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναστολή, αναστολή καταδίκης, χάριτος, ανάπαυλα, περίοδο χάριτος
Μεταφράσεις: αναστολή, αναστολή καταδίκης, χάριτος, ανάπαυλα, περίοδο χάριτος