Weariness στα ελληνικά
Μετάφραση: weariness, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόπωση, κούραση, εξάντληση, την κούραση, κόπωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- advisors στα ελληνικά - σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, οι σύμβουλοι
- boycott στα ελληνικά - μποϋκοτάρω
Τυχαίες λέξεις
Weariness στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόπωση, κούραση, εξάντληση, την κούραση, κόπωσης
Μεταφράσεις: κόπωση, κούραση, εξάντληση, την κούραση, κόπωσης