Individual στα ελληνικά
Μετάφραση: individual, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imtë στα ελληνικά - τοσοδούλης, μικροσκοπικός, μικροπρεπής, Petty, μικροαστική, μικροπρεπείς, Μικροδαπάνες
- indiana στα ελληνικά - σε, Ιντιάνα, Ινδιάνα, της Ιντιάνα, Ο Ιντιάνα
- industri στα ελληνικά - κατασκευάζω, βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
- infermiere στα ελληνικά - βάγια, νοσοκόμα, νοσηλευτή, νοσηλεύτρια, τη νοσοκόμα, η νοσοκόμα
Τυχαίες λέξεις
Individual στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες
Μεταφράσεις: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, μεμονωμένες