Άτομο στα αλβανικά
Μετάφραση: άτομο, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
individual, njeri, atomi, person, personi, person i, personi i
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτομο
άτομο με εισόδημα κάτω του αφορολόγητου ορίου, άτομο και οικογένεια στην ομηρική κοινωνία, άτομο υδρογόνου, άτομο φροντιστήριο πάτρα, άτομο οξυγόνου, άτομο λεξικό γλώσσας αλβανικά, άτομο στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- άτιμος στα αλβανικά - i pandershëm, pandershëm
- άτολμος στα αλβανικά - i turpshëm, turpshëm, i ndruajtur, ndruajtur
- άτονος στα αλβανικά - fjetur, indiferent, këputur, i këputur, i dobët, i ngathët
- άτρακτος στα αλβανικά - gisht, këmbë, me këmbë, bosht, spindle
Τυχαίες λέξεις
Άτομο στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: individual, njeri, atomi, person, personi, person i, personi i
Μεταφράσεις: individual, njeri, atomi, person, personi, person i, personi i