Архиепископ στα ελληνικά

Μετάφραση: архиепископ, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκόπου, αρχιεπίσκοπο, ο Αρχιεπίσκοπος, τον Αρχιεπίσκοπο
Архиепископ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • архив στα ελληνικά - ρεκόρ, καταγραφή, εγγραφή, αρχείο, η εγγραφή
  • архиварите στα ελληνικά - αρχειονόμοι, αρχειονόμων, αρχειοθέτες, αρχειονόμους, οι αρχειονόμοι
  • архимандрит στα ελληνικά - αρχιμανδρίτης, Αρχιμανδρίτη, Αρχιμ, ο Αρχιμανδρίτης, τον Αρχιμανδρίτη
  • архипелаг στα ελληνικά - αρχιπέλαγος, αρχιπελάγους, αρχιπέλαγος των, αρχιπελάγους των, αρχιπέλαγος της
Τυχαίες λέξεις
Архиепископ στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχιεπίσκοπος, αρχιεπισκόπου, αρχιεπίσκοπο, ο Αρχιεπίσκοπος, τον Αρχιεπίσκοπο