Врата στα ελληνικά

Μετάφραση: врата, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκίζω, πόρτα, πόρτας, θύρα, θύρας, θυρών
Врата στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • врана στα ελληνικά - κουρούνα, κοράκι, χήνας, κόρακα, της χήνας, κορώνης
  • врат στα ελληνικά - λαιμός, αυχένας, σβέρκος, λαιμό, λαιμού, αυχένα, το λαιμό
  • вред στα ελληνικά - βλάπτω, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
  • вредител στα ελληνικά - παρασίτων, επιβλαβών οργανισμών, παράσιτο, των παρασίτων, επιβλαβείς οργανισμούς
Τυχαίες λέξεις
Врата στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκίζω, πόρτα, πόρτας, θύρα, θύρας, θυρών