Σκίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
врата, коцкар, разпарям, ненужна вещ, пропаднал тип, карам с пълна скорост
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκίζω
σκίζω τα ρούχα μου, σκίζω ή σκίζω, σκίζω τη γάτα, σκίζω slang, σκίζω ρίζω το λεμόνι, σκίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκέψη στα βουλγαρικά - съображение, мнение, идея, мислене, мисля, мисли, мислех, ...
- σκήπτρο στα βουλγαρικά - скиптър, жезъл, скиптъра, скиптърът, тояга
- σκίουρος στα βουλγαρικά - катерица, катеричка, катерици, накъсо
- σκίτσο στα βουλγαρικά - скица, скеч, скицата, чертеж
Τυχαίες λέξεις
Σκίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: врата, коцкар, разпарям, ненужна вещ, пропаднал тип, карам с пълна скорост
Μεταφράσεις: врата, коцкар, разпарям, ненужна вещ, пропаднал тип, карам с пълна скорост