Имунитет στα ελληνικά

Μετάφραση: имунитет, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, ασυδοσία, αντοχή, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Имунитет στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • импресионизъм στα ελληνικά - ιμπρεσιονισμός, ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσιονισμού, τον ιμπρεσιονισμό, ιμπρεσσιονισμό
  • импровизация στα ελληνικά - αυτοσχεδιασμός, αυτοσχεδιασμού, αυτοσχεδιασμό, τον αυτοσχεδιασμό, ο αυτοσχεδιασμός
  • имущество στα ελληνικά - τιμαλφή, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
  • иначе στα ελληνικά - ψευδώνυμο, αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
Τυχαίες λέξεις
Имунитет στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, ασυδοσία, αντοχή, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία